- διοπεύω
- διοπεύω,A to be captain of a ship, δ. τὴν ναῦν (Harp., διοπτεύων codd.) Test. ap. D.35.20,34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διοπεύω — to be captain of pres subj act 1st sg διοπεύω to be captain of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπεύω — (Α) επιβλέπω τη φόρτωση πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
διοπεύειν — διοπεύω to be captain of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπεύων — διοπεύω to be captain of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek